καλλιώνυμος

καλλιώνυμος
(Callionymus). Γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των καλλιωνυμιδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη, το μήκος των οποίων είναι μικρότερο από 30 εκ. Έχουν μεγάλο και πλατύ κεφάλι χωρίς λέπια, στενό στόμα με πολλά και μικρά δόντια και μεγάλα στηθικά πτερύγια. Στα ψάρια αυτά υπάρχει φυλετικός διμορφισμός. Το αρσενικό έχει πιο λαμπερά χρώματα και μεγαλύτερο ραχιαίο και ουραίο πτερύγιο. Επιπλέον, πριν γεννήσουν τα αβγά τους, μιμούνται τη συνουσία, πράγμα ασυνήθιστο για ωοτόκα ψάρια. Ζουν κοντά στον βυθό και τρέφονται με μικρά ψάρια, καβούρια και άλλα ζώα. Αν και είναι τεμπέλικα μπορούν να πεταχτούν ξαφνικά για να αρπάξουν το θήραμά τους, όταν περνάει από κοντά. Μερικά σηκώνουν επιθετικά τα αγκάθια τους, όταν κάτι τα πλησιάσει. Ζουν στις εύκρατες θάλασσες και διακρίνονται για την αρμονία των χρωμάτων τους. Γνωστότερα από τα είδη είναι ο κ. ο κομψός, που βρίσκεται αποκλειστικά στη Μεσόγειο και ο κ. η λύρα, που ζει στα ευρωπαϊκά παράλια του Ατλαντικού ωκεανού και στη Μεσόγειο.
* * *
καλλιώνυμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίο όνομα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καλλιώνυμος
ο ιχθύς ουρανοσκόπος ο σκάβηρος («δράκων, καλλιώνυμος, κωβιός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -ώνυμος (< ὄνυμα, δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ιδιώνυμος, καλ-ώνυμος. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλλιώνυμος — with beautiful name masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιώνυμον — καλλιώνυμος with beautiful name masc/fem acc sg καλλιώνυμος with beautiful name neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιωνύμου — καλλιώνυμος with beautiful name masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιωνύμῳ — καλλιώνυμος with beautiful name masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιώνυμοι — καλλιώνυμος with beautiful name masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Himmelsgucker (Art) — Himmelsgucker Himmelsgucker (Uranoscopus scaber) Systematik Stachelflosser (Acanthopterygii) Barschverwandte (Percomorpha) …   Deutsch Wikipedia

  • CALLIONYMUS — piscis est, cuius felle Medici utuntur ad extergendas albugines, quique interdiu in terram exire legitur, ad somons capiendos, ἡμεροκοίτης propterea dictus Oppiano Halieutic. l. 2. Unde Franciscus Vallesius, magni acuminis olim Philosophue in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”